To φυτό Ηλίανθος ο ετήσιος {Helianthus annuus) ή αλλιώς ηλιοτρόπιο ή ηλιοστρόφι ή ήλιος, είναι ένα ποώδες μονοετές φυτό της οικογένειας Asteraceae. Καλλιεργείται κυρίως για τα σπέρματα του και τα εξ αυτών παραγόμενα προϊόντα (ηλιέλαιο και ηλιάλευρο), αλλά και ως καλλωπιστικό φυτό. Τα προϊόντα του χρησιμοποιούνται στη διατροφή του ανθρώπου, ως ζωοτροφή και ως καύσιμη ύλη. Ανάλογα με την περιεκτικότητα των σπερμάτων σε έλαιο διακρίνονται δύο ποικιλίες, μία με χαμηλή περιεκτικότητα (κ.μ.ό. 25%) και μία άλλη με υψηλή περιεκτικότητα (40% - 51%). Το κύριο προϊόν της κατεργασίας των σπερμάτων είναι το ηλιέλαιο, το οποίο έχει υψηλή περιεκτικότητα σε ακόρεστα λιπαρά οξέα, βιταμίνη Ε και φυτικές στερόλες και χαμηλή περιεκτικότητα σε κορεσμένα λιπαρά οξέα. Η σύσταση του ηλιελαίου σε λιπαρά οξέα εξαρτάται κυρίως από την ποικιλία του ηλιόσπορου και διακρίνεται σε ηλιέλαιο με υψηλή περιεκτικότητα σε πολυακόρεστα λιπαρά οξέα (ηλιέλαιο λινολεϊκό ή κλασικό), με υψηλή περιεκτικότητα σε μονοακόρεστα λιπαρά οξέα (ηλιέλαιο ελαϊκό ή High-oleic) και με ενδιάμεση περιεκτικότητα σε ελαϊκό οξύ, (ηλιέλαιο μέσο ελαϊκό ή NuSun). Κυκλοφορεί στην αγορά ως ακατέργαστο ή «μπρούτο» και ως εξευγενισμένο ή «ραφιναρισμένο». Το ηλιέλαιο προστίθεται στα σιτηρέσια των παραγωγικών ζώων με σκοπό την αύξηση του ενεργειακού περιεχομένου τους, καθώς και την κάλυψη των αναγκών τους σε απαραίτητα λιπαρά οξέα. Ακόμα, τα τελευταία χρόνια πολλοί ερευνητές μελετούν την επίδραση του ηλιελαίου στη μεταβολή της σύστασης του γάλατος, του κρέατος και των αυγών των παραγωγικών ζώων, ώστε να αποκτήσουν χαρακτηριστικά περισσότερο επιθυμητά για τον άνθρωπο καταναλωτή, όπως για παράδειγμα αυξημένη περιεκτικότητα σε ακόρεστα ω-3 και ω-6 λιπαρά οξέα και συζευγμένο λινολεϊκό οξύ (CLA). Μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη σύνθεση σιτηρεσίων για κάθε είδος παραγωγικού ζώου, ενώ η τιμή του στην ελληνική αγορά είναι κατά κανόνα χαμηλότερη αυτής του σογιέλαιου. Τα υποπροϊόντα κατεργασίας του ηλιόσπορου, για την παραλαβή του ελαίου, είναι το ηλιάλευρο και η ηλιόπιτα ή ηλιανθόπιτα ή πλακούντας σπερμάτων ηλίανθου, ενώ κυκλοφορούν στην αγορά και σε μορφή συμπήκτων (pellets). Τα παραγόμενα υποπροϊόντα (ηλιάλευρο και ηλιόπιτα) μπορεί να διαφέρουν τόσο στο χρωματισμό και την υφή τους όσο και στη χημική τους σύσταση ανάλογα με την ποικιλία του ηλίανθου, το βαθμό αποφλοίωσης του ηλιόσπορου και τη μέθοδο κατεργασίας αυτού. Η περιεκτικότητα τους σε ολικές «κυτταρίνες» κυμαίνεται από 12% έως 32%, σε ολικές αζωτούχες ουσίες από 24% έως 44% και σε ολικές λιπαρές ουσίες από 1% έως 10%, ενώ αντίστοιχα μεγάλη διακύμανση παρουσιάζει και η περιεκτικότητα του σε ενέργεια. Επίσης, περιέχει μια σημαντική ποσότητα βιταμινών και μη αμυλούχων πολυσακχαριτών. Σε σύγκριση με το σογιάλευρο, το ηλιάλευρο έχει υψηλότερη περιεκτικότητα σε ολικές «κυτταρίνες» και μεθειονίνη και χαμηλότερη περιεκτικότητα σε ενέργεια, ολικές αζωτούχες ουσίες και λυσίνη, ενώ έχει παρόμοια πεπτικότητα πρωτεϊνών. Το ηλιάλευρο μπορεί να χρησιμοποιηθεί στη διατροφή τόσο των μονογαστρικών όσο και των μηρυκαστικών σε κατάλληλη ανά περίπτωση αναλογία, αντικαθιστώντας εν μέρει ή πλήρως το σογιάλευρο. Τέλος, η τιμή του στην ελληνική αγορά είναι χαμηλότερη αυτής του σογιάλευρου.
(EL)
The sunflower plant (Helianthus annuus) is an annual herbaceous plant of the Asteraceae family. It is grown primarily for its seeds, the sunflower oil and the sunflower meal obtained from it, but also as an ornamental plant, as feed and as fuel. The sunflower seed is comprised from the husk on the outside and the kernel on the inside, whereas depending on the oil content it is categorised in two varieties, one with low oil content (average 25%) and another with high oil content (40% - 51%). The sunflower oil is high in unsaturated fatty acids, vitamin E and plant sterols and low in saturated fatty acids. The fatty acids composition of the sunflower oil depends mainly on the variety of the sunflower seeds and thus the sunflower oil is categorised in linoleic sunflower oil or classic (with high polyunsaturated fatty acids content), oleic sunflower oil or High-oleic (with a high monounsaturated fatty acids content) and middle oleic sunflower oil or NuSun (with an intermediate oleic acid content). It is marketed as raw oil or refined oil. The sunflower oil is added to the rations of farm animals in order to increase their energy content and to meet their essential fatty acids needs. Nowadays, many researchers study its effect on the composition of milk, meat and eggs produced from farm animals, in order to obtain characteristics more desirable for the human consumers, such as higher concentration of unsaturated omega-3 and omega-6 fatty acids, as well as higher concentration of conjugated linoleic acid (CLA). The sunflower meal is the main byproduct of the sunflower seeds after oil extraction. Sunflower meal may differ in color and texture, as well as in their chemical composition, depending on the variety of the sunflower, the degree of hull removal and the method of treatment. The crude fiber content varies from 12% to 32%, the crude protein from 24% to 44% and the ether extract from 1% to 10%. It also contains a significant amount of vitamins and non-starch polysaccharides. The sunflower oil and the sunflower meal can be used in the nutrition of both monogastric animals and ruminants.
(EN)