Η πρόοδος στην ανάπτυξη των κυψελών καυσίμου, φαίνεται πολύ ελκυστική για την ανάπτυξη οικονομίας του υδρογόνου, μιας οικονομίας χωρίς επιβάρυνση του περιβάλλοντος. Ωστόσο, η όλη ιδέα έχει ένα εγγενές μειονέκτημα, τον τρόπο παραγωγής του υδρογόνου. Όλες οι μέθοδοι παραγωγής, εκτός των ανανεώσιμων πηγών, φαίνεται ότι τελικά αυξάνουν περισσότερο την ρύπανση απ’ όσο η απ’ ευθείας χρήση συμβατικών πηγών ενέργειας. Από την άλλη, οι ανανεώσιμες πηγές έχουν τα μειονεκτήματα της πολύ μικρής συγκέντρωσης ισχύος και του μεγάλου κόστους, έτσι ώστε θα πρέπει να λογίζονται ως μια δευτερεύουσα πηγή παροχής ενέργειας, σε σχετικά μικρή κλίμακα. Το υδρογόνο δεν θα έπρεπε να θεωρείται καύσιμο (δεδομένου ότι δεν υπάρχει ελεύθερο στη φύση), αλλά μάλλον φορέας καθαρής ενέργειας, όπως το ηλεκτρικό ρεύμα. Η σύγκριση λοιπόν, θα έπρεπε να γίνεται ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο, όπου για στατικές χρήσεις, το ηλεκτρικό ρεύμα φαίνεται ότι επικρατεί καθαρά ως λύση. Επομένως, θα έπρεπε μόνο να εξετάζεται η λύση του υδρογόνου για τη χρήση του στα αυτοκίνητα. Ίσως λοιπόν θα έπρεπε να δοθεί ταυτόχρονα μεγαλύτερη σημασία (και χρηματοδότηση) στην έρευνα για την ανάπτυξη αποδοτικών και με μεγάλη πυκνότητα ισχύος συσκευών αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας για χρήση τους στις μεταφορές και επίσης αντίστοιχα στην έρευνα για την μακροπρόθεσμη επίτευξη της σύντηξης, για την τελική λύση του ενεργειακού προβλήματος της ανθρωπότητας.