Οι κοινωνικές επιχειρήσεις αποτελούν το χρησιμότερο μέσο της κοινωνικής οικονομίας και ως επί το πλείστων οριοθετούνται σαν την επιχειρηματική δράση που εστιάζει στους κοινωνικούς στόχους. Αφορά ένα καθοριστικό μέσο επίλυσης αρκετών κοινωνικών ζητημάτων. Η επιμονή της ανεργίας σε αρκετά κράτη (κυρίως κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας χρηματοοικονομικής ύφεσης), η ύπαρξη αρκετών ατόμων οι οποίοι απειλούνται με κοινωνικό αποκλεισμό, η απαίτηση για αισθητή ελάττωση των κρατικών ελλειμμάτων καθώς επίσης και η συγκράτησή τους σε χαμηλά επίπεδα, οι δυσμένειες που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι κλασσικές κοινωνικές στρατηγικές και η απαίτηση για πιο ενεργές πολιτικές εργασιακής ενσωμάτωσης είχαν σαν βασικότερη συνέπεια την αμφισβήτηση της αποδοτικότητας του δημόσιου αλλά και του ιδιωτικού τομέα στο πεδίο παροχής κοινωνικών υπηρεσιών. Η μεγέθυνση των ζητημάτων που έχουν αναπτυχθεί από την παγκόσμια χρηματοοικονομική ύφεση υποδεικνύει τα όρια του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα και οριοθετεί σαν ζωτικής σημασίας την ανάπτυξη ενός τρίτου τομέα. Στο συγκεκριμένο τομέα, ο οποίος καλείται κλάδος της κοινωνικής οικονομίας, εντοπίζεται καθοριστική ανάπτυξη σχεδόν σε όλα τα βιομηχανοποιημένα κράτη, τα οποία έχουν σαν βασικό τους γνώρισμα από ένα μεγάλο σύνολο πρωτοβουλιών καθώς επίσης και ρυθμίσεων που ευνοούν και διευκολύνουν σε σημαντικό επίπεδο την εστίαση στην κοινωνικά ευαισθητοποιημένη και βιώσιμη χρηματοοικονομική μεγέθυνση. Τα τελευταία χρόνια έχει κάνει αισθητή την παρουσία της στην ΕΕ η κοινωνική επιχειρηματικότητα με βασικότερο σκοπό να κατορθώσει να καλύψει την ανικανοποίητη ζήτηση σε κοινωνικές παροχές και να καταφέρει να αντιμετωπίσει σημαντικά ζητήματα εργασιακής ενσωμάτωσης. Χρήσιμο μέσο της εν λόγω οικονομίας αποτελούν οι σύγχρονες κοινωνικές επιχειρήσεις. Στη χώρα μας, η συγκεκριμένη επιχειρηματική δράση έχει εξελιχτεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια εξαιτίας των δύσκολων ημερών που περνάει λόγω της παγκόσμιας χρηματοοικονομικής ύφεσης.