Σε αντίθεση με το χαλκό, το χρυσό και το σίδηρο, το αργίλιο δεν υπάρχει στη φύση σε απλές χημικές ενώσεις εύκολα διασπάσιμες, για αυτό η απομόνωση του μετάλλου αυτού
καθυστέρησε ιδιαίτερα. Η ανακάλυψή του αλλά και η παραγωγή του έγινε δυνατή μόνο μετά την ανακάλυψη και ευρεία χρήση του ηλεκτρισμού. Αν και το αργίλιο δεν έγινε γνωστό παρά μόνο στις αρχές του 19ου αιώνα, παρόλα αυτά χρησιμοποιήθηκε από την αρχαιότητα με την μορφή του αργίλου σαν πρώτη ύλη για την κατασκευή αγγείων, βαφών και φαρμακευτικών παρασκευασμάτων. Το αργίλιο είναι το τρίτο σε αφθονία στοιχείο σε ποσοστό 8,13%, μετά το οξυγόνο και το
πυρίτιο, αλλά παράλληλα και το πιο άφθονο συγκριτικά με τα υπόλοιπα μεταλλικά στοιχεία που υπάρχουν στο φλοιό της γης. Βέβαια λόγω της δυνατής του συγγένειας με το οξυγόνο δε βρίσκεται σε μορφή στοιχείου αλλά μόνο σε συνδυαστική μορφή
όπως τα οξείδια και τα ορυκτά.