Στα πλαίσια των σύγχρονων συναλλαγών και των συνθηκών λειτουργίας της αγοράς, η θέση του μέσου καταναλωτή κρίνεται μειονεκτική. Ο τελευταίος, αντί να αποκτήσει εξίσου ισχυρή θέση με αυτή των εμπόρων, μεταβλήθηκε σε συναλλασσόμενο χωρίς ισχύ. Η αυτοματοποιημένη και μαζική παραγωγή αγαθών, έκανε ακόμη πιο αισθητή αυτή τη μεγάλη ανισότητα μεταξύ εμπόρου και καταναλωτή, τόσο ως προς τη διαπραγματευτική δύναμη, όσο και ως προς την ευχέρεια επιλογών. Εξαιτίας λοιπόν των κινδύνων στους οποίους είναι εκτεθειμένα τα συμφέροντά του, η ανάγκη προστασίας του καταναλωτή προβάλλει ως επιτακτική. Ωστόσο, παρά τη συνειδητοποίηση της ανάγκης αυτής, το θεσμικό πλαίσιο για την προστασία του καταναλωτή, τόσο σε κοινοτικό όσο και σε εθνικό επίπεδο, ως το 1991, ήταν αποσπασματικό και περιπτωσιολογικό. Ο εθνικός νομοθέτης περιοριζόταν στην εναρμόνιση του εθνικού δικαίου προς τις κοινοτικές οδηγίες, χωρίς όμως παράλληλη προσπάθεια ενσωμάτωσής τους στην ελληνική πραγματικότητα. Το 1991 με το ν. 1961 έγινε το πρώτο βήμα για την προστασία του καταναλωτή, ο οποίος όμως καταργήθηκε ολοσχερώς από τον ισχύοντα σήμερα ν. 2251/94.Ο νόμος αυτός με το άρθρο 2, διέπει έναν πολύ συνηθισμένο τρόπο σύναψης συμβάσεων με καταναλωτές, αποβλέποντας στην εξοικονόμηση κέρδους και στην ταχύτητα των συναλλαγών, τις συμβάσεις με γενικούς όρους συναλλαγών (ΓΟΣ, π.χ. ασφαλιστικές συμβάσεις, συμβάσεις αεροπορικών μεταφορών, τραπεζικές συναλλαγές).