Όλο και περισσότερο, τα υδατικά οικοσυστήματα πρέπει να συναγωνίζονται τον άνθρωπο για την ίδια τη βάση της ύπαρξης τους, το νερό! Στις σύγχρονες κοινωνίες η χρήση του νερού καλύπτει τις ανάγκες για άρδευση, οικιακή κατανάλωση, αστική και βιομηχανική χρήση, σ' αυτό το σημείο αξίζει να σημειωθεί ότι τα δύο τρίτα της ποσότητας αυτής αντιπροσωπεύουν τις ανάγκες της γεωργίας. Η ποσότητα του γλυκού νερού που καταναλώνεται έχει αυξηθεί κατά 35-500/0 τα τελευταία 300 χρόνια, ενώ περισσότερη από τη μισή αυτή ποσότητα έχει καταναλωθεί από το 1950. Σε πολλές περιοχές, το υπόγειο νερό ανασύρεται πολύ γρηγορότερα από το χρονικό διάστημα που απαιτείται για να επανέλθει στη φυσιολογική στάθμη, υπομονεύοντας κάτι που παλιά ήταν ανανεώσιμη πηγή. Ο άνθρωπος πάντα βασιζόταν στα υδατικά οικοσυστήματα για να μεταφέρει τα απόβλητα του, αλλά το μεγάλο φορτίο αποβλήτων σε συνδυασμό με την ποσότητα νερού που καταναλώνεται, έχει μειώσει την ικανότητα τόσο των επιφανειακών όσο και των υπόγειων νερών να αφομοιώσουν ή να αποβάλουν τους ρυπαντές από το σύστημα. Το νερό που τελικά επιστρέφει στους χείμαρρους, τα ποτάμια αλλά και τους υπόγειους υδροφόρους μετά την άρδευση και τη βιομηχανική χρήση είναι υποβαθμισμένο από τοξικά, θρεπτικά, άλατα, υψηλότερη θερμοκρασία και πληθυσμούς παθογενών μικροβίων. Η ανάγκη για τον ακριβή προσδιορισμό των υδατικών πόρων της χώρας, την εκτίμηση της ποιοτικής τους κατάστασης, την πρόγνωση της εξέλιξής τους στο χρόνο και την ορθολογική τους διαχείριση έχει επισημανθεί εδώ και πολλά χρόνια, αλλά δεν έχει αντιμετωπιστεί με συνολικό και ολοκληρωμένο τρόπο. Η κάλυψη της ανάγκης αυτής προϋποθέτει την ανάπτυξη σειράς σχετικών ερευνητικών δραστηριοτήτων, που αναφέρονται τόσο στην παρακολούθηση των μετεωρολογικών, υδρολογικών, υδρογεωλογικών και ποιοτικών παραμέτρων και μεταβλητών, όσο και στην ανάπτυξη μοντέλων επεξεργασίας τους. Από την άλλη πλευρά, οι υδρολογικές ιδιαιτερότητες των νησιών δυσχεραίνουν ακόμα περισσότερο την πορεία αυτή προς την ορθή Διαχείριση των Υδατικών Πόρων. Ιδιαίτερα, η αλλαγή των οικονομιών των νησιών από αγροτικές, κτηνοτροφικές οικονομίας σε οικονομίες παροχής υπηρεσιών (ξενοδοχεία, ενοικιαζόμενα δωμάτια, εστιατόρια, μπαρ κλπ.) επιδείνωσαν σημαντικά το πρόβλημα της υδροδότησης των νησιών. Επομένως, λόγω των περιορισμένων διαθέσιμων υδατικών πόρων στις παράκτιες περιοχές και τα νησιά, οι υπάρχοντες πόροι είναι πολύτιμοι και θα πρέπει να χρησιμοποιούνται όσο το δυνατό καλύτερα ώστε να προστατευτούν και να συνεχίσουν να καλύπτουν και στο μέλλον τις ανάγκες με βιώσιμο τρόπο. Την κατεύθυνση αυτή της Βιώσιμης Διαχείρισης των Υδατικών πόρων έχει ως στόχο και η παρούσα διπλωματική εργασία.