Το δέντρο της χαρουπιάς ανήκει στα λεγόμενα θρεπτικά φυτά και είναι γνωστό από την αρχαιότητα ως αυτοφυές φυτό της Ελλάδας. Το επιστημονικό όνομα του, Κερατέα η ελλοβος (Ceratonia siliqua), προέρχεται από το «κερατον», που υποδηλώνει και τη μορφή που έχει ο καρπός του. Η χαρουπιά είναι δένδρο αειθαλές, μακρόβιο, πολΰγαμο, μόνοικο ή δίοικο. Καλλιεργείται εύκολα και ευδοκιμεί σε όλα τα εδάφη, εκτός από τα υγρά και τα άγονα. Το ξύλο, ο φλοιός και τα φύλλα της χαρουπιάς έχουν διάφορες χρήσεις για τον άνθρωπο. Ο καρπός της χαρουπιάς, το χαρούπι ή ξυλοκερατο ή κούτσουπο, είναι λοβός (χεδρωπας), μήκους 10-30 cm και πλάτους 2-3 cm, με εξωκάρπιο καστανόχρωμο και δερματώδες, ενώ έχει μεσοκάρπιο σαρκώδες και χυμώδες, μέσα στο οποίο περικλείονται 8 έως 16 σπέρματα ωοειδή, πεπλατυσμένα, κεραμόχρωμα, σκληρά και γυαλιστερά. Το μάζεμα των καρπών επιβάλλεται να γίνεται πριν τις χειμερινές βροχές. Τα χαρούπια αποσπώνται μόνα τους από τα δένδρα ή μετά από ραβδισμό. Ένα χαρουπόδενδρο ηλικίας 6 ετών μπορεί να αποδώσει 2,25 kg, ενώ στα 12 έτη αγγίζει τα 45 kg ή και περισσότερο. Η ετήσια ελληνική παραγωγή καρπών χαρουπιάς, για το έτος 2005, ήταν 14.816 τόνοι, ενώ η μέση απόδοση ήταν 9,8 kg/δένδρο. Η παγκόσμια παραγωγή χαρουπιών αγγίζει τους 315.000 τόνους/έτος. Τα χαρούπια έχουν χαμηλή περιεκτικότητα σε ολικές λιπαρές ουσίες, και ολικές αζωτούχες ουσίες και υψηλή περιεκτικότητα σε σάκχαρα. Η χαρακτηριστική οσμή τους οφείλεται στην περιεκτικότητα τους σε ισοβουτυρικό οξύ (1,3%). Επίσης, περικλείουν μια ασυνήθιστα μεγάλη ποσότητα ταννινών, από την οποία το 16-20% είναι πολυφαινόλες και συνδέονται κατά μεγάλο ποσοστό (27-50%) με τις κυτταρίνες. Οι ταννίνες αποτελούν μια σύνθετη ομάδα δευτερογενών προϊόντων μεταβολισμού των φυτών και διακρίνονται από τις άλλες πολυφαινολικές ενώσεις, λόγω της ιδιότητας που έχουν να δημιουργούν ίζημα με τις πρωτεΐνες. Η παρουσία των ταννινών στην τροφή των παραγωγικών ζώων μειώνει την πεπτικότητα των θρεπτικών ουσιών και επιφέρει αρνητικά αποτελέσματα στην αύξηση του σωματικού τους βάρους. Ωστόσο, οι ταννίνες νέχουν και θετικά αποτελέσματα που εξαρτώνται από τη βιολογική δραστικότητα τους, αφού έχουν τη δυνατότητα να εμποδίζουν την ανάπτυξη βακτηρίων, μυκήτων και ζυμών. Τα χαρούπια και τα υποπροϊόντα τους έχουν σχετικά υψηλή νπεριεκτικότητα σε κυτταρίνες (κ.μ.ο. 8%) και κατά συνέπεια μπορούν να προστεθούν στα συμπληρωματικά σιτηρέσια των μηρυκαστικών σε ποσοστό μέχρι 20% - 30%. Οι πει ραματισμοί που έγιναν με την προσθήκη χαρουπιών στο σιτηρέσιο κρεοπαραγωγών ορνιθίων έδειξαν μείωση του σωματικού βάρους τους και αύξηση του δείκτη μετατρεψιμότητας της τροφής, πιθανώς εξαιτίας του υψηλού ποσοστού των κυτταρινών και των ταννινών των χαρουπιών. Εφόσον, όμως, τα σιτηρέσια των κρεοπαραγωγών ορνιθίων εμπλουτίζονται με λίπη ή έλαια και συνθετικά αμινοξέα, τα πτηνά αυτά παρουσιάζουν κανονική αύξηση σωματικού βάρους, υψηλό, όμως, δείκτη μετατρεψιμότητας της τροφής. Τα χαρούπια μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε ποσοστό μέχρι 10% - 20% στο σιτηρέσιο των χοίρων. Εξάλλου, δια πιστώθηκε ότι, επειδή τα χαρούπια έχουν υψηλή περιεκτικότητα σε σάκχαρα και συνεπάγονται αύξηση της κατανάλωσης τροφής από τα χοιρίδια, μπορούν να αντικαταστήσουν άλλες σακχαρούχες ζωοτροφές στο σιτηρέσιο (δεξτρόζη, άμυλο, ορός γάλατος), χωρίς να επηρεάζεται δυσμενώς η πρόσληψη του σιτηρεσίου. Με δεδομένο ότι η Ελλάδα παράγει σημαντική ποσότητα χαρουπιών ετησίως, μέρος της εγχώριας παραγωγής θα μπορούσε να αξιοποιηθεί στη διατροφή των παραγωγικών ζώων.
(EL)
The carob tree belongs to the nutrient plants and it is known since antiquity as a native plant of Greece. Its scientific name Ceratonia siliqua, originates from the Greek word "keraton" which means "horn", and which indicates the shape of its fruit. The carob tree is an evergreen, long-lived, polygamous, monoecious or dioecious. It is easily cultivated and thrives in all types of soil, except the humid and non-affluent. The wood, the bark and the leaves of carob have different uses. The fruit of the carob tree, the carob, is a lobe and it is 10-30 cm long and 2-3 cm wide with a brown and leathery exocarp and a fleshy and juicy mesocarp, in which 8 to 16 oval, flattened, hard and shiny reddish seeds are enclosed. The collection of the fruits must be finished before the winter rains. The fruits fall from the tree by themselves or by caning. A 6 years old carob tree can produce 2.25 kg carobs, while a 12 years old tree can produce 45 kg or more. The annual Greek carob production for the year 2005 was 14,816 tons, while the average yield was 9.8 kg/tree. The world carob production is about 315,000 tons/year. The carobs have low total fat and crude protein content, but high sugar content. The carobs' characteristic odor is due to their isobutyric acid content (1.3%). Furthermore, they include an unusually large amount of tannins, 16-20% of which are polyphenols and 27-50% of which are bound with cellulose. The tannins are a complex group of secondary metabolites of plants and are separated from other polyphenol compounds due to their ability to create sediment with proteins. The presence of tannin in feed reduces the nutrients' digestibility and has a negative effect on body weight gain. However, tannins can also have positive effects depending on their biological potency, because they have the ability to prevent bacterial, fungal and yeast growth. Carobs and their by-products have a considerable fibre content (average 8%) and therefore they can be included in supplementary ruminant rations up to 20% - 30%. Experiments carried out by adding carobs in broiler feeds resulted in decreased body weight gain and increased feed conversion ratio, probably because of the high cellulose and tannin content of the carob. Nevertheless, if the broiler's ration is enriched with fats or oils and synthetic amino acids, these birds show normal weight gain, but with a high feed conversion ratio. The carobs can be included up to 10% - 20% in the ration of pigs. Also, since the carobs have high sugar content, they can increase the feed consumption of the piglets and they can replace other sugar feeds with high sugar content (dextrose, starch, milk powder) without adversely affecting the feed intake. Greece produces a considerable quantity of carobs every year, therefore a part of this production could be utilized as animal feed
(EN)