Η παρουσίαση μιας ανέκδοτης ξυλόγλυπτης κασέλας από τις συλλογές του Μουσείου Μπενάκη (εικ. 1) και η συνδρομή δύο συγγενικών έργων (εικ. 5, 7), καθοδηγούν την ψηλάφηση ορισμένων ζητημάτων γύρω από έναν ανέγγιχτο ουσιαστικά τομέα της κοσμικής τέχνης των μεταβυζαντινών χρόνων. Με τη μελέτη αυτή επιχειρείται για άλλη μια φορά μια διείσδυση στον αινιγματικό κόσμο της λεγόμενης "λαϊκής" δημιουργίας. Οι κασέλες, τα απαραίτητα αν όχι μοναδικά έπιπλα κάθε παραδοσιακού σπιτιού, απαντούν έως και τον πρώιμο 20ό αι. σε όλη την έκταση του ελλαδικού χώρου, χωρίς εντούτοις να έχουν ακόμα μελετηθεί συστηματικά. Από τον έλεγχο της περιορισμένης άλλωστε βιβλιογραφίας συνάγεται εύκολα ότι το σωζόμενο υλικό, ούτε επαρκώς δημοσιοποιημένο, ούτε και εξαντλητικά αποσταγμένο είναι. Ενδεικτική για το επίπεδο της έρευνας θα πρέπει μάλιστα να θεωρηθεί η απουσία μιας έστω και δοκιμαστικής κατανομής των καταγεγραμμένων παραδειγμάτων σε συγκεκριμένες ενότητες με κοινά τεχνοτροπικά γνωρίσματα. Κάτι που θα διευκόλυνε κάθε μετέπειτα απόπειρα γεωγραφικής κατάταξης, αλλά και κάθε σοβαρή προσπάθεια να ιχνηλατηθεί ο αβέβαιος εξελικτικός χρόνος της επεξεργασίας, κυρίως όμως να εντοπιστεί το διαφεύγον στίγμα όσων διαδικασιών σχετίζονται με τη διακίνηση της παραγωγής. Η υπό εξέταση ομάδα των παραδειγμάτων του Μουσείου Μπενάκη, εμπλουτισμένη από μία ενότητα ομόλογων έργων σε άλλες συλλογές (εικ. 6, 8-13), μπορεί να αποδοθεί με σχετική ασφάλεια σε εργαστήρια της νοτιοδυτικής Πελοποννήσου και ειδικότερα της μεσσηνιακής Μάνης. Ως προς την τεχνοτροπική ιδιαιτερότητα και το γενικότερο προσανατολισμό της αισθητικής, επισημαίνεται ο εντελώς διαφορετικός χαρακτήρας που παρουσιάζει τόσο η ιδιοτυπία της λάξευσης, όσο και η θεματική του διακόσμου σε σχέση με κάποια υστερότερα προφανώς παραδείγματα από την Αρκαδία (εικ. 6). Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνει τη βασική για τη λεγόμενη "λαϊκή" τέχνη αρχή της εκφραστικής αυτονομίας που διέπει το καλλιτεχνικό ιδίωμα πολλών ελληνικών περιοχών, τη μεγάλη δηλαδή κατά τόπους ποικιλία των καλλιτεχνικών εκδηλώσεων, η οποία είναι αισθητή λ.χ. στην κεντητική, προπάντων όμως στο εξαιρετικό ανάπτυγμα του διακοσμητικού πνεύματος που παρουσιάζουν οι γυναικείες ενδυμασίες. Οι άλλοι επιμέρους τομείς της "λαϊκής" δημιουργίας, παραμένοντας ερευνητικά μετέωροι, δεν προσφέρουν δυνατότητες συγκριτικών παραβολών. Τοΰτο ισχύει ειδικότερα στην περίπτωση της Πελοποννήσου, η οποία για λόγους ιστορικούς εμφανίζεται πραγματικά απογυμνωμένη από τα συστατικά του πιο πρόσφατου πολιτιστικού της παρελθόντος. Με αφετηρία τα δεδομένα επισημαίνονται και σχολιάζονται κάποιες από τις ιδιομορφίες της μανιάτικης ξυλογλυπτικής, κυρίως ως προς τις θεματικές επιλογές των διακοσμητικών πεδίων. Σε σχέση λ.χ. με ορισμένες τουλάχιστον από τις αρχές που σημαδεύουν τις συνθέσεις της "λαϊκής" τέχνης, ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι συχνές αποκλίσεις από το βασικό κανόνα της συμμετρίας (εικ. 1, 7, 8). Σημαντικότερο νοηματικό βάρος πρέπει ωστόσο να υποκρύπτεται στην επανειλημμένη διατάραξη του κανόνα της ιεραρχίας με την αντιστροφή της καθιερωμένης φοράς, που κατευθύνει και γενικότερα τη διηγηματική ροή των παραστάσεων από τα αριστερά προς τα δεξιά (εικ. 2-4, 5). Σε ορισμένες περιπτώσεις τα εικονιζόμενα Βέματα αφήνουν να προβάλει ευδιάκριτα ένα ερωτικό στοιχείο, όπως και σε αντίστοιχα παραδείγματα άλλων περιοχών (εικ. 1, 2-4, 9). Η ηρωική, τέλος, διάσταση, η οποία διαφαίνεται στις διηγηματικές απόπειρες των παραστάσεων του κυνηγίου (εικ. 5, 7-8, 11-12), δεν είναι καθόλου ξένη προς το φρόνημα των κατοίκων της Μάνης και το πνεύμα της μανιάτικης αρετής.
(EL)
No abstract (available).
(EN)