Το Ευπαλίνειο Υδραγωγείο κατασκευάστηκε στα μέσα του 6 ου π.Χ. αιώνα στην Σάμο στο αρχιπέλαγο το Βορείου Αιγαίου. Ο Ηρόδοτος (481-425 π.Χ.) είναι ο πρώτος ιστορικός που αναφέρεται στο μνημείο. Αναφέρει τον Ευπαλίνο, γιο του Ναυστρόφου από τα Μέγαρα ως τον υπεύθυνο μηχανικό για την μελέτη και την κατασκευή του μνημείου. Επίσης περιγράφει και την μέθοδο κατασκευής που το κάνει μοναδικό: «...κατάφεραν να διανοίξουνε μία σήραγγα από δύο στόμια (αρξάμενον, αμφίστομον), στην βάση ενός βουνού ύψους 150 μέτρων». Η Εγνατία Οδός Α.Ε. σε συνεργασία με την Νομαρχία της Σάμου και το Υπουργείο Πολιτισμού ξεκίνησαν την εκπόνηση μίας πολυθεματικής μελέτης με σκοπό την προστασία και την αποκατάσταση του μνημείου. Η μελέτη συμπεριλάμβανε τοπογραφικές εργασίες, γεωλογικές και γεωφυσικές έρευνες όπως και στατικές, γεωτεχνικές και αρχιτεκτονικές εργασίες. Το βασικό τμήμα του υδραγωγείου είναι η σήραγγα μήκους 1036 μ που περιγράφεται από τον Ηρόδοτο. Για μήκος 165 μ η σήραγγα είναι επενδυμένη από λιθοδομή, εξαιρετικής ποιότητας κατασκευής, που χρονολογείται στην Αρχαϊκή εποχή. Επίσης, για μήκος 63 μ είναι επενδυμένη από λιθοδομή κατασκευασμένη από πλίνθους συγκολλημένους με κονίαμα. Αυτή η λιθοδομή χρονολογείται στην Ρωμαϊκή εποχή. Αυτές οι επενδύσεις σε κάποιες θέσεις έχουν παραμορφωθεί εξαιτίας γεωστατικών πιέσεων και μερικώς έχουν αστοχήσει. Στα πλαίσια των μελετών αποκατάστασής τους έγιναν διερευνήσεις με GPR (Ground Penetration Radar) και ηλεκτρικές διασκοπήσεις ERT (Εlectrical Resistivity Tomograph). Με τις μεθόδους αυτές διερευνήθηκε το πάχος της επένδυσης και σε κάποιο βαθμό και το πλάτος της εκσκαφής από πίσω τους. Ο χώρος μεταξύ της Αρχαϊκής επένδυσης και της περιμέτρου της εκσκαφής είναι πληρωμένος με καλά στοιβαγμένους λίθους μερικώς επεξεργασμένους. Η μέθοδος GPR φαίνεται να εκτιμά με καλή ακρίβεια το πάχος των δομικών λίθων που συνιστούν τις παρειές της επένδυσης (20 εκ. έως 40 εκ). Η μέθοδος ERT φαίνεται να εκτιμά με καλή ακρίβεια την θέση της περιμέτρου της υπόγειας εκσκαφής ή αλλιώς την διεπιφάνεια της εκσκαφής με το υλικό πλήρωσης. Το πάχος της πλήρωσης συν αυτό της επένδυσης βρέθηκε να κυμαίνεται από 60 εκ έως 200 εκ.Κατά πάσα πιθανότητα αυτό σημαίνει πως στα προστατευμένα τμήματα της σήραγγας επισυνέβησαν σημαντικές και συστηματικές καταρρεύσεις του εδάφους. Και αυτό γιατί οι προκύπτουσες διαστάσεις της υπόγειας εκσκαφής στις περιοχές αυτές, προκύπτουν σημαντικά μεγαλύτερες από τις αντίστοιχες στα μη προστατευμένα τμήματα της σήραγγας. Αυτή η παρατήρηση σε συνδυασμό με την μεγάλη υδροφορία και τα διαπιστωμένα μαλακά εδάφη στα ίδια τμήματα, θα μπορούσε να εξηγήσει την απόφαση του Ευπαλίνου να προστατεύσει την περίμετρο της υπόγειας εκσκαφής με λιθοδομή. Επιπρόσθετα άλλες γεωφυσικές και γεωλογικές έρευνες εντόπισαν ζώνες ρηγμάτων που τέμνουν την σήραγγα στις προαναφερθείσες θέσεις, εκεί δηλαδή που πιθανολογούνται εδαφικές αστοχίες. Μία απλοποιημένη ανάλυση με την μέθοδο των πεπερασμένων στοιχείων ερμηνεύει τις παρατηρούμενες παραμορφώσεις της επένδυσης υποθέτοντας την ύπαρξη μαλακού εδάφους στην περίμετρο της σήραγγας.Τα μέτρα προστασίας/αποκατάστασης που διαστασιολογήθηκαν για την Αρχαϊκή επένδυση περιλαμβάνουν: α) αποσυναρμολόγηση της οροφής λίθο προς λίθο και μερικώς, των παρειών της επένδυσης, β) υποστήριξη του εδάφους με ανοξείδωτα αγκύρια, πλαίσια και μανδύα από σκυρόδεμα, και γ) ανακατασκευή της επένδυσης στην αρχική της γεωμετρία, δηλαδή στην γεωμετρία που είχε πριν παραμορφωθεί. Τα μέτρα αυτά (τα μεταλλικά πλαίσια, τα αγκύρια και μανδύας του σκυροδέματος) θα παραλάβουν το σύνολο των γεωστατικών φορτίων έτσι ώστε η επένδυση να είναι στην τελική της κατάσταση αφόρτιστη. Όσον αφορά στην Ρωμαϊκή επένδυση, λόγω των διαφορετικών καταστάσεων φόρτισής της και του τύπου αστοχίας του εδάφους εκεί, τα μέτρα αποκατάστασης περιλαμβάνουν την απομάκρυνση του αστοχήσαντος εδάφους πάνω από τον θόλο της πρώτης, την αποσόβηση νέων καταπτώσεων και την ενίσχυση της λιθοδομής με αδρανή ενέματα.
(EL)
The Aqueduct of Eupalinos was built in the mid-sixth century B.C, on the island of Samos that lies in the archipelago of the north Aegean Sea. Herodotus (481-425 B.C.) was the first historian to refer to the monument. He names Eupalinos, son of Naustrophus, born in the city of Megara as the engineer responsible for the design and construction of this ancient project. He also describes the method of construction that makes this monument unique: “…One is a tunnel, under a hill one hundred and fifty fathoms high, carried entirely through the base of the hill; its excavation started from two portals (αρξάμενον, αμφίστομον) …”. Egnatia Odos S.A2. in cooperation with the Prefecture of Samos and the Ministry of Culture initiated a multi-discipline design study to protect and restore the monument. The designs included surveying works, geological and geophysical investigations, as well as geotechnical, structural and architectural works. The main component of the aqueduct is the 1036 m long tunnel described by Herodotus. For a length of 165 m the tunnel is protected by dry masonry walls and vaults of remarkable quality, built in the Archaic era. For a length of 63 m it is protected by mortared masonry walls and vaults, built in the Roman-era. These walls at some locations have suffered significant deformation, due to ground pressures, and have partially failed. In order to restore the damaged sections of the wall, its structure was investigated with the use of ground penetrating radar (GPR) and Εlectrical Resistivity Tomography (ERT). These methods indicated the thickness of the wall and to some extent the width of the excavation behind it. The space between the dry masonry of the Archaic wall and the excavation perimeter is backfilled with well stacked partially hewn stones. GPR seems to accurately determine the thickness of the massive building stones (20 to 40 cm thick) that form the wall’s sides. ET seems to accurately determine the interface between the excavation perimeter and the backfill. The thickness of the backfill and the wall was found to range from 60 cm to 200 cm. This most likely suggests that at the protected sections the tunnel excavation suffered significant and systematic ground collapses. This is because the derived tunnel excavation dimensions at that point are much larger than the ones of the unprotected tunnel. The latter combined with the high ground water inflows now present, in the area and the identified poor ground conditions, could justify the decision of Eupalinos to protect the tunnel’s excavation perimeter with the dry masonry walls. Other geophysical and geological investigations identified significant fault zones that cross the tunnel at the previously mentioned locations, where the assumed ground collapses were observed. A simplified deformation analysis that was carried out using finite element modelling shows that the deformation and the observed wall failures can be roughly explained by assuming poor ground conditions around the tunnel. The protection/restoration measures that were dimensioned for the Archaic type wall include: a) a staged, stone by stone, dismantling of the vaults and partially of the wall, b) supporting the ground behind them with stainless steel rock bolts, steel sets and a concrete mantle, and c) rebuilding the whole at its original “pre-deformed” position. These measures (steel sets, concrete mantle and rock bolts) aim in undertaking the full ground load so that the wall, when rebuilt, will be practically unloaded. Due to the different loading conditions and ground failure mode, the restoration measures designed for the Roman-era wall, aim to remove the rock (load) that fell on the roof arch, to prevent further rock falls and to strengthen the mortared masonry with neutral grouts.
(EN)