Από την αρχή της βενετικής κατάκτησης της Λευκάδας (1684), στο στόχαστρο της Πολιτείας βρέθηκε η μεγάλη περιουσία που είχε συγκεντρωθεί, μέσα από δωρεές Χριστιανών και επωφελή αξιοποίηση, στα μοναστήρια του νησιού κατά τους δύο αιώνες της Τουρκοκρατίας (1479-1684) και νωρίτερα για τη συντήρηση, τη λειτουργία και την αγαθοεργό δράση τους.
Με αλλεπάλληλα νομοθετήματα οι Βενετοί Προνοητές, αλλά και η διοίκηση της Επτανήσου Πολιτείας αργότερα (1800-1807) περιόρισαν τις εκκλησιαστικές αρχές στην πνευματική διακυβέρνηση των μεγάλων κοινοβίων του νησιού. Μέσω κρατικών οργάνων, η Πολιτεία έθεσε την εκμετάλλευση της περιουσίας αυτής υπό τον ασφυκτικό έλεγχό της, ενώ για βραχύ χρονικό διάστημα την οικειοποιήθηκε ολοκληρωτικά για την εξυπηρέτηση των δικών της σκοπών.
Η αδελφότητα κάθε Μονής ή ο τοπικός Επίσκοπος, αν δεν επαρκούσε ο αριθμός των μοναχών, εξέλεγαν τον Ηγούμενο, για να διευθετεί τα πνευματικά ζητήματα του μοναστηριού και τον Οικονόμο, με αποστολή να μεριμνά για τα διαχειριστικά ζητήματα (συλλογή εισοδημάτων από αγρολήπτες και ενοικιαστές, χορήγηση στους μοναχούς των αναγκαίων για τη διαβίωσή τους κλπ.)
Κατά την αγγλική κατοχή (1810 – 1815) και την περίοδο του υπό Βρετανική Προστασία «Ιονίου Κράτους» (1815 – 1864), η μεγάλη αυτή περιουσία επανήλθε στην κυριότητα των Μονών υπό την εποπτεία του «Αρχείου επί της Θρησκείας, της Ηθικής και της Δημόσιας Οικονομίας». Δεν θεσπίσθηκε ωστόσο γενικός κανονισμός για τη διοίκηση και τη διαχείρισή της, αλλά εξουσιοδοτήθηκαν νομοθετικά τα Επαρχιακά (Επιχώρια ή Εγχώρια) Συμβούλια των νησιών να εκδώσουν σχετικούς Κανονισμούς με τοπική ισχύ.
Το 1850, ενώ ο ηλικιωμένος Μητροπολίτης Ευγένιος (Φέτσης) διήνυε το τελευταίο διάστημα της ζωής και της ποιμαντορίας του, το Επαρχιακό Συμβούλιο της Λευκάδας θέσπισε τον Κανονισμό, που για πρώτη φορά εδώ δημοσιεύεται αυτούσιο.
Όταν ανέλαβε τα καθήκοντά του ο νέος και δυναμικός Μητροπολίτης Λευκάδος και Αγίας Μαύρας Γρηγόριος (Αραβανής), ζήτησε αμέσως την τροποποίηση του Κανονισμού από τις τοπικές αρχές και, όταν αυτές αδράνησαν, υπέβαλε διαβήματα στη Γερουσία και στον ίδιο τον Αρμοστή. Η βασική του διαφωνία αφορούσε την αρμοδιότητα για τον ορισμό του Οικονόμου κάθε Μονής. Ο Κανονισμός την αφαιρούσε από τον Μητροπολίτη και την ανέθετε στο Επαρχιακό Συμβούλιο, νομιμοποιώντας έτσι την εισβολή της Πολιτείας στα εσωτερικά της Εκκλησίας γενικά και της μοναστικής αδελφότητας ειδικότερα.
Με βάση τα Πρακτικά των συνεδριάσεων του Επαρχιακού Συμβουλίου, όπου συζητήθηκε επανειλημμένα το θέμα, παρακολουθούμε τις διαφορετικές προσεγγίσεις που είχαν διαμορφωθεί γύρω από το ρόλο του μοναχισμού και των Μονών στην επτανησιακή και γενικά στη νεοελληνική κοινωνία, αλλά και σχετικά με τη χρησιμότητα και τον προορισμό της περιουσίας τους. Δεν λείπουν και τα εκατέρωθεν υπονοούμενα για καθυπόταξη της διαχείρισης των μοναστηριακών κτημάτων στον καιροσκοπισμό και την ιδιοτέλεια των πολιτικών φατριών της εποχής.
Οι ίδιες αντιλήψεις θα οδηγήσουν τελικά στη διάλυση των Μονών το 1931, στη διανομή της κτηματικής περιουσίας τους σε «ακτήμονες» από τους ισχυρούς της ημέρας, με απόληξη την κατερείπωσή τους μέχρι σήμερα
(EL)