Στην παρούσα διδακτορική διατριβή αναλύεται το φαινόμενο της αυτοκρατορικής μίμησης (imitatio imperatoris), όπως αυτή εκφράστηκε από υπηκόους και, δευτερευόντως, Ρωμαίους αξιωματούχους στην ελληνορωμαϊκή Ανατολή. Ειδικότερα, η εξέταση επικεντρώνεται στον χώρο της σημερινής Ελλάδας και Μικράς Ασίας και ορίζεται χρονικά από την εποχή του Αυγούστου μέχρι και του Σεβήρου Αλεξάνδρου (31 π.Χ. – 235 μ.Χ.). Ο βασικός σκοπός αυτής της προσπάθειας είναι διττός: να τεκμηριωθεί η ίδια η ύπαρξη της αυτοκρατορικής μίμησης ως διαδεδομένου φαινομένου στην ελληνορωμαϊκή Ανατολή και, κατά δεύτερον, να αναδειχθεί η ποικιλία των τρόπων με τους οποίους οι υπήκοοι προσέγγιζαν το πρότυπο του αυτοκράτορα ως αντικείμενο μίμησης.
Αξίζει να τονιστεί πως παρά το γεγονός ότι ο αυτοκράτορας ως πρόσωπο και αξίωμα είναι το κυριότερο αντικείμενο μελέτης των ιστορικών της ρωμαϊκής εποχής, αρχαίων και νεότερων, απουσιάζει παραδόξως η ολοκληρωμένη και εις βάθος θεώρησή του ως αντικειμένου μίμησης για τους υπηκόους, ιδίως των ανατολικών επαρχιών. Η έλλειψη «κατευθυντήριων γραμμών» από τη νεότερη έρευνα είναι εντυπωσιακή, καθώς τις περισσότερες φορές οι ερευνητές επικεντρώνονται σε μια συγκεκριμένη περίπτωση αυτοκρατορικής μίμησης ή περιορίζονται στο σχόλιο ότι η πράξη ή η εμφάνιση ενός υπηκόου θύμιζε τον αυτοκράτορα. Ο παραδειγματικός ρόλος του princeps θεωρείται συνήθως αυτονόητος, ενώ την ίδια στιγμή ο εκάστοτε ιστορικός δεν διευκρινίζει τί ορίζει ως «μίμηση» στην περίπτωση που μελετά. Έτσι, η παρούσα έρευνα σκοπεύει να καλύψει αυτό το ουσιαστικό κενό και να αναδείξει πτυχές που σχετίζονται με την ευρύτερη λειτουργία του αυτοκράτορα ως προτύπου για την αυτοκρατορική κοινωνία των ανατολικών επαρχιών.
Η διάταξη των κεφαλαίων έχει ως εξής: Στην εισαγωγή παρατίθενται τα ερευνητικά ερωτήματα, η μεθοδολογία και οι πηγές της έρευνας (τόσο οι πρωτογενείς, όσο και επιλεκτικά στοιχεία της νεότερης βιβλιογραφίας). Επιπλέον, εξετάζεται η ορολογία της μίμησης στον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό και σε σχέση με τον αυτοκράτορα.
Στο πρώτο κεφάλαιο αναλύονται δύο κρίσιμα ερωτήματα: Γιατί ο αυτοκράτορας επιδίωκε τη μίμησή του και γιατί να μιμηθεί κανείς τον αυτοκράτορα. Στη συνέχεια, στο δεύτερο κεφάλαιο εξετάζονται τα «όρια» της μίμησης, δηλαδή σε ποιες πτυχές του δημόσιου βίου ο αυτοκράτορας κατείχε τα πρωτεία και απέτρεπε την μίμησή του και ιδίως αυτήν με ανταγωνιστικό χαρακτήρα (aemulatio imperatoris).
Στο τρίτο, τέταρτο και πέμπτο κεφάλαιο αναλύεται συνολικά η μίμηση του αυτοκράτορα στη δημόσια ζωή από τις πόλεις, τους πελατειακούς βασιλείς και τους εξέχοντες πολίτες αντίστοιχα. Στοιχεία από μια ευρεία ποικιλία υλικού (γραμματειακού, επιγραφικού, αρχαιολογικού και νομισματικού) καταδεικνύουν ότι το πρότυπο του αυτοκράτορα παρότρυνε προς μίμηση τόσο δημόσια σώματα των ανατολικών πόλεων, όσο και επιφανείς υπηκόους σε πολλές πτυχές της δημόσιας σφαίρας.
Στο έκτο κεφάλαιο η έμφαση μετατοπίζεται στην ιδιωτική ζωή και γίνεται προσπάθεια να εντοπιστούν τα επίπεδα της imitatio imperatoris εκεί, και ειδικότερα όσον αφορά τα ήθη, τα ονόματα και τα πορτρέτα των επαρχιωτών. Στη συνέχεια, στο έβδομο κεφάλαιο αναλύονται οι περιπτώσεις στις οποίες η μίμηση προσλάμβανε απόλυτο χαρακτήρα και οι μιμητές ταυτίζονταν πλέον με μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας, τους οποίους και υποδύονταν. Τέλος, στο όγδοο κεφάλαιο εξετάζεται συνολικά το φαινόμενο της imitatio imperatoris και διατυπώνονται γενικές παρατηρήσεις πάνω στο υλικό και τη λειτουργία της μίμησης του αυτοκράτορα για όσους προσέγγιζαν το πρότυπό του.
(EL)
This PhD thesis examines the imitation of the Roman emperor (imitatio imperatoris) by the provincials and, secondarily, the Roman officials in the Greco-Roman East. It focuses especially on the geographical areas spanned by ancient Greece and Asia Minor from the reign of Augustus until that of Severus Alexander (31 B.C. – A.D. 235). The purpose of this study is twofold: First, it will show that the imitation of the Roman emperor can be attested as a common phenomenon in the Greco-Roman East. Furthermore, it will explore the different ways in which the provincials approached the act of ‘‘modeling’’ the emperor.
Strangely, perhaps, a comprehensive analysis of the imitation of the Roman emperor has never been carried out, though the emperor as a person and office constantly draws the attention of scholars of the Roman imperial period. We lack any theoretical framework for the study of this phenomenon and, indeed, even a definition of the imitatio imperatoris is lacking. Most scholars briefly note that one’s public action or personal behavior can be reminiscent of, or emulate, that of the emperor. The latter’s unequivocal role as an example is also taken for granted without further analysis as a basis for interpreting his impact in the provinces. Furthermore, the researchers usually do not clarify what they regard as ‘imitation’ in the case on hand.
The research questions, methodology and the principal evidence (inscriptions, literary testimonies, archaeological material, provincial coinage) for this study are analyzed extensively in the introduction.
Two important questions are analyzed in the first chapter: Why did the emperor seek to be imitated and why did one imitate him?
Afterwards, I proceed with the examination of the ‘limits’ of imitation in the second chapter. It is illustrated that there were certain practices, which were regarded strictly as an imperial monopoly by the emperor. In these cases, the princeps discouraged the emulation of his example (aemulatio imperatoris).
The imitation of the Roman emperor in the public life is analyzed collectively in the next three chapters, each one devoted to a specific group of imitators: The cities, the client kings and the leading provincials (chapters 3, 4 and 5 respectively). The principal evidence attests that both public institutions of the eastern cities, as well as prominent subjects followed the model of the emperor in many aspects of the public sphere.
In the sixth chapter emphasis is given to the imitation of the emperor in the private sphere and, more specifically, I examine how the eastern provincials followed the imperial exemplum in their behaviour (the theme of ‘morality’), representation (onomastics and the private portraits), and even lifestyle.
Afterwards, I analyze cases, in which some provincials not only imitated the emperor, but also completely adopted the imperial identity and identified themselves with members of the imperial family, at times even the emperor himself (chapter 7).
The phenomenon of imitatio imperatoris is examined collectively in the last chapter of this study (chapter 8). General observations are drawn regarding our evidence and the deeper meaning of the imitation of the Roman emperor for the social actors who approached his model.
(EN)