H Οδηγία MiFID II, στοχεύοντας στην προληπτική αποφυγή του φαινομένου καταστρατήγησης της προστασίας των επενδυτών μέσω ακατάλληλων και επιζήμιων για αυτούς επενδυτικών συναλλαγών, θέσπισε ένα νέο πλαίσιο διακυβέρνησης προϊόντων που επιβάλλει συγκεκριμένες υποχρεώσεις στις επιχειρήσεις επενδύσεων που κατασκευάζουν ή/και διανέμουν επενδυτικά προϊόντα. Διατήρησε σε ισχύ, με μικρές τροποποιήσεις, τις υποχρεώσεις που είχε ήδη επιβάλει η Οδηγία MiFID I στις επιχειρήσεις επενδύσεων για διενέργεια ελέγχου καταλληλότητας, στην περίπτωση σύμβασης διαχείρισης χαρτοφυλακίου ή παροχής επενδυτικών συμβουλών και ελέγχου συμβατότητας, στην περίπτωση διανομής επενδυτικών προϊόντων μέσω επενδυτικής υπηρεσίες μόνο εκτέλεσης ή λήψης και διαβίβασης σχετικής εντολής του επενδυτή. Ο έλεγχος καταλληλότητας ή συμβατότητας, αντίστοιχα, συνίσταται στην αξιολόγηση των πληροφοριών που συλλέγει η επιχείρηση επενδύσεων από τον επενδυτή με στόχο να διαπιστωθεί αν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του είναι κατάλληλα και συμβατά με τα επιθυμητά από αυτόν επενδυτικά προϊόντα. Ταυτόχρονα, ο ενωσιακός νομοθέτης έκρινε ότι για την πληρέστερη προστασία των επενδυτών, καθίσταται αναγκαία η παρέμβαση του σε όλα τα στάδια παραγωγής και διανομής των επενδυτικών προϊόντων. Για τον λόγο αυτό, θέσπισε για πρώτη φορά την υποχρέωση προσδιορισμού της αγοράς-στόχου κάθε προϊόντος, ήτοι της σκοπούμενης ομάδας τελικών πελατών, των οποίων οι ανάγκες, τα χαρακτηριστικά και οι επενδυτικοί στόχοι είναι συμβατά με το συγκεκριμένο προϊόν (θετική αγορά στόχος) ή δεν ανταποκρίνονται στα χαρακτηριστικά του προϊόντος (αρνητική αγορά στόχος). Ειδικότερα, στην Οδηγία ΜiFID II, προβλέφθηκε υποχρέωση αφενός του κατασκευαστή να προσδιορίσει τη δυνητική αγορά στόχο του επενδυτικού προϊόντος που αυτός κατασκευάζει, ήδη κατά ένα πρώιμο στάδιο του κύκλου ζωής των επενδυτικών προϊόντων, ήτοι πριν την εισαγωγή τους στην κεφαλαιαγορά και αφετέρου του διανομέα, πριν συμπεριλάβει το προϊόν στη συλλογή του, να προσδιορίσει, σε ένα πιο λεπτομερές και συγκεκριμένο επίπεδο, την πραγματική αγορά στόχο. Οι υποχρεώσεις ελέγχου καταλληλότητας ή συμβατότητας και προσδιορισμού της αγοράς στόχου αλληλοσυμπληρώνονται. Η αξιολόγηση της καταλληλότητας ή συμβατότητας, αντιστοίχως, έπεται του προσδιορισμού της δυνητικής και της πραγματικής αγοράς στόχου αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η δεύτερη υποκαθιστά την πρώτη.
(EL)
The MiFID II Directive, aiming to prevent the circumvention of investor protection through inappropriate and harmful investment transactions, introduced a new product governance regime imposing specific obligations on investment firms that manufacture and/or distribute financial products. MiFID II maintained in force, with minor modifications, the obligations, already imposed by MiFID I, regarding suitability or appropriateness test, respectively, which consist of assessments of the information collected by the investment firm from the investor to determine whether the investor's particular characteristics are suitable and compatible with the investment products desired by the investor. At the same time, the European legislator has considered that, in order to protect investors more effectively, it is necessary to intervene at all stages of the production and distribution of financial products. Therefore, it introduced for the first time the obligation of investment firms to identify the target market for each product, namely the intended group of final customers whose needs, characteristics and investment objectives are compatible with the product in question (positive target market) or do not correspond with the characteristics of the product (negative target market). In particular, the MiFID II obligate manufacturers to identify the potential target market for their investment product at an early stage of the product life cycle, i.e. before it is introduced to the capital market, and distributors, before including the product in their collection, to identify the actual target market at a more detailed and specific level. The obligations of suitability or appropriateness test and target market are complementary. The assessment of suitability or appropriateness, respectively, follows the identification of the potential and actual target market, but in no case can the latter be regarded as a substitute for the former.
(EN)